- φήματα
- φῆμαthat which is saidneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φήμα — τὸ, Α στον πληθ. (τὰ) φήματα (κατά τον Ησύχ.) όσα λέγονται, οι λόγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φη τής απαθούς βαθμίδας τού ρ. φημί* + κατάλ. μα (< * mņ , συνεσταλμένη βαθμίδα τής κατάλ. * meņ)]. ἡ, Α (πιθ. δωρ. τ.) βλ. φήμη … Dictionary of Greek